辞書 イタリア語 - ギリシャ語

italiano - ελληνικά

taccheggiatore ギリシャ語で:

1. κλέφτης



ギリシャ語 "という言葉taccheggiatore"(κλέφτης)集合で発生します。

Εγκληματίες στα ιταλικά