辞書 オランダ語 - ギリシャ語

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

Tweelingen ギリシャ語で:

1. Δίδυμος Δίδυμος



ギリシャ語 "という言葉Tweelingen"(Δίδυμος)集合で発生します。

Ζώδια στα ολλανδικά