辞書 ポーランド語 - ギリシャ語

język polski - ελληνικά

litera ギリシャ語で:

1. γράμμα γράμμα


Μόλις πήρα το γράμμα σου χθές.
Αυτή δεν μου άφησε να διαβάσω το γράμμα.