辞書 ポーランド語 - ギリシャ語

język polski - ελληνικά

mieszkam ギリシャ語で:

1. ζω ζω



2. κατοικώ κατοικώ


Συνήθιζα να κατοικώ στο Λονδίνο για λίγο αλλά μετά μετακόμισα στο Κάρντιφ.