辞書 ポーランド語 - ギリシャ語

język polski - ελληνικά

przez ギリシャ語で:

1. με με


Κανείς δεν με καταλαβαίνει.
Ο ορισμός της "οικογένειας" έχει αλλάξει με τα χρόνια.
Ο συναγερμός της αστυνομίας ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε τα ξημερώματα, με την σύλληψη του δράστη.
Η Ελληνική Επανάσταση τελείωσε με την δημιουργία ενός μικρού Ελληνικού Κράτους στην άκρη της Βαλκανικής.

ギリシャ語 "という言葉przez"(με)集合で発生します。

podstawowe słówka