辞書 ポーランド語 - ギリシャ語

język polski - ελληνικά

wy ギリシャ語で:

1. εσύ


Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...