辞書 ポルトガル語 - ギリシャ語

português - ελληνικά

Boa ギリシャ語で:

1. Καλός Καλός


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.