辞書 ポルトガル語 - ギリシャ語

português - ελληνικά

frango ギリシャ語で:

1. κοτόπουλο κοτόπουλο



ギリシャ語 "という言葉frango"(κοτόπουλο)集合で発生します。

Ελληνικά - Τροφή - Εστιατόριο