辞書 ポルトガル語 - ギリシャ語

português - ελληνικά

meio Ambiente ギリシャ語で:

1. περιβάλλον


Απλά αναρωτιέμαι πως περνάς και αν έχεις προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον.