辞書 トルコ語 - ギリシャ語

Türkçe - ελληνικά

dükkan ギリシャ語で:

1. κατάστημα κατάστημα



ギリシャ語 "という言葉dükkan"(κατάστημα)集合で発生します。

Κτίρια στα τουρκικά