辞書 トルコ語 - ギリシャ語

Türkçe - ελληνικά

mali ギリシャ語で:

1. χρηματοοικονομική χρηματοοικονομική


Αυξημένα χρέη τελικά οδήγησαν σε χρηματοοικονομική κρίση.