辞書 トルコ語 - ギリシャ語

Türkçe - ελληνικά

olmasına rağmen ギリシャ語で:

1. Παρόλο Παρόλο


Την προσκάλεσα, παρόλο που ήξερα ότι δεν θα έρθει.
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...