辞書 ベトナム語 - ギリシャ語

Tiếng Việt - ελληνικά

cấp độ ギリシャ語で:

1. επίπεδο επίπεδο


Το νοητικό του επίπεδο είναι υψηλότερο απ'το μέσο αγόρι.