辞書 中国の - ギリシャ語

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

日历 ギリシャ語で:

1. ημερολόγιο ημερολόγιο



ギリシャ語 "という言葉日历"(ημερολόγιο)集合で発生します。

Εξοπλισμός γραφείου στα κινέζικα