M 1f. 13 - LK1.11A

 0    20 フィッシュ    fiwi
mp3をダウンロードする 印刷 遊びます 自分をチェック
 
質問 答え
convenient (adj)
学び始める
βολικός, εξυπηρετικός
get in touch with
学び始める
έρχομαι σε επαφή με κάποιον
eye contact
学び始める
το να κοιτάζεις κάποιον στα μάτια
lack privacy
学び始める
δεν έχω την ησυχία μου/τον προσωπικό μου χώρο
dimension
学び始める
διάσταση
be in good shape
学び始める
να είναι σε καλή κατάσταση
miss
学び始める
μου λείπει κάποιος, τον έχω επιθυμήσει.
lose
学び始める
χάνω κάτι
recent
学び始める
πρόσφατος
past
学び始める
περασμένος, προηγούμενος
loose
学び始める
χαλαρός, όχι σφιγμένος
build up
学び始める
αυξάνομαι σταδιακά
trouble
学び始める
πρόβλημα, μπελάς
worry
学び始める
ανησυχία, στεναχώρια
fear
学び始める
φόβος
reaction
学び始める
αντίδραση
response
学び始める
απάντηση
reply
学び始める
απάντηση
question
学び始める
αμφισβητώ
pass
学び始める
περνώ από μπροστά

コメントを投稿するにはログインする必要があります。